- αβράδιαστος
- η , ο1) не застигнутый темнотой; прибывший до наступления темноты; 2) немеркнущий, неугасимый (о чувствах);
§ αβράδιαστος να είσαι! — чтоб тебе не дожить до вечера!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αβράδιαστος να είσαι! — чтоб тебе не дожить до вечера!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβράδιαστος — η, ο [βραδιάζω] 1. αυτός που δεν τόν βρήκε το βράδυ, που φτάνει κάπου πριν βραδιάσει 2. μτφ. αυτός που ποτέ δεν δύει, αβασίλευτος, ανέσπερος, πάντα φωτεινός, αιώνιος … Dictionary of Greek
αβράδιαστος — η, ο 1. εκείνος που δε βραδιάστηκε, που έφτασε κάπου πριν βραδιάσει: Καταφέραμε και φτάσαμε στο χωριό αβράδιαστοι. 2. αυτός που είναι χωρίς βράδυ, ανέσπερος. 3. μτφ., ατελείωτος: Η μέρα εκείνη ήτανε μέρα αβράδιαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)